- συνελαύνω
- ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω]παρορμώ, παρακινώαρχ.1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.)2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας», Ομ. Οδ.)4. σφυρηλατώ μαζί5. συνωθώ μαζί, στρυμώχνω («ὑπ' Ἀχαιοῡ συνεληλαμένος εἰς τὴν πατρῴαν ἀρχήν», Πολ.)6. μτφ. περιορίζω («εἰς ἀπορίαν ἐσχάτην ἡ σωτηρία συνηλάθη», Χορίκ.)7. παρορμώ σε πόλεμο8. έρχομαι σε αντίθεση, φιλονικώ9. φρ. α) «συνεληλαμένοι σφυγμοί» — περιορισμένοι σφυγμοί (Αρετ.)β) «εἰς τέλος συνελαύνω» — τελειώνω πάπ..
Dictionary of Greek. 2013.